ανώτερος
(προωθήθηκε από ανώτερη)Μεταφράσεις
ανώτερος
(a'noteros) αρσενικόανώτερη
(a'noteri) θηλυκόανώτερο
supérieursuperiorفَائِقnadřazenýoverlegenbessersuperior, seniorparempisuperioransuperiore優れた우수한superieuroverlegenwyższysuperiorвысшийöverlägsenเหนือกว่าüstüntốt hơn优越的, 高级Старши高級בכיר (a'notero) ουδέτεροεπίθετο
1. σε πιο υψηλή θέση τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα
2. είναι επείγον
3. αξιοπρεπής ανώτερα αισθήματα ανώτερος άνθρωπος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.