αξιολογώ
evaluate, appraiseévaluervalutare (aksiolo'ɣo)
ρήμα μεταβατικό (ρήμα) 1. προσδιορίζω την ποιότητα αποτελέσματος évaluer αξιολογώ τους μαθητές évaluer les élèves
2. κρίνω, εκτιμώ évaluer apprécier αξιολογώ μια πληροφορία évaluer un renseignement αξιολογώ τη σοβαρότητα ενός τραυματισμού évaluer la gravité d'une blessure
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.