Αξιωματούχος - ορισμός του αξιωματούχος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%be%ce%b9%cf%89%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%bf%cf%8d%cf%87%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.933.330.494
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αξιωματούχος
Μεταφράσεις
αξιωματούχος
official
αξιωματούχος
dignitaire
,
fonctionnaire
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αξιόλογη
αξιολόγηση
αξιολογικός
αξιόλογο
αξιόλογος
αξιολογώ
αξιολύπητη
αξιολύπητο
αξιολύπητος
αξιοματικός
αξιομνημόνευτος
αξιόπιστη
αξιοπιστία
αξιόπιστο
αξιόπιστος
αξιοποιώ
αξιοπρέπεια
αξιοπρεπές
αξιοπρεπής
άξιος
αξιοσέβαστος
αξιοσημείωτα
αξιοσημείωτη
αξιοσημείωτο
αξιοσημείωτος
αξιότιμη
αξιότιμο
αξιότιμος
αξίωμα
αξιωματικός
αξιωματούχος
αξιώνω
αξίωση
άξονας
αξονικός
αξονοσυμμετρικός
αξύριστη
αξύριστο
αξύριστος
άξωνας
άοπλη
άοπλο
άοπλος
αόρατη
αόρατο
αόρατος
αόριστα
αόριστη
αοριστία
αόριστο
αόριστος
αορτή
αορτήρας
αορτικός
άοσμη
άοσμο
άοσμος
αουκουμέα
άουροχς
άουτ
απ' έξω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close