αξιόλογος
(προωθήθηκε από αξιόλογο)Αναζητήσεις σχετικές με αξιόλογο: αξιολογώ
Μεταφράσεις
αξιόλογος
(aksi'oloɣos) αρσενικόαξιόλογη
(aksi'oloʝi) θηλυκόαξιόλογο
considerable, substantialwürdigdignewaardigдостоен值得值得hodnýværdig가치värdig (aksi'oloɣo) ουδέτεροεπίθετο
1. σπουδαίος αξιόλογος υπάλληλος αξιόλογο βιβλίο
2. σημαντικός Το έργο του είναι αξιόλογο.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.