απαγορευτικός
(προωθήθηκε από απαγορευτική)Μεταφράσεις
απαγορευτικός
(apaɣorefti'kos) αρσενικόαπαγορευτική
(apaɣorefti'ci) θηλυκόαπαγορευτικό
prohibitiveprohibitivoproibitivoprohibitifproibitivoзабранителни금지 (apaɣorefti'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που απαγορεύει, εμποδίζει απαγορευτικό σήμα
2. απλησίαστος, ακριβός απαγορευτική τιμή
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.