απαρηγόρητος
Μεταφράσεις
απαρηγόρητος
(apari'ɣoritos) αρσενικόαπαρηγόρητη
(apari'ɣoriti) θηλυκόαπαρηγόρητο
(apari'ɣorito) ουδέτεροεπίθετο
που δεν μπορεί να παρηγορηθεί είμαι απαρηγόρητος Άρχισε να κλαίει απαρηγόρητoς.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.