Απεριόριστο - ορισμός του απεριόριστο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%b9%cf%8c%cf%81%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.660.959.700
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
απεριόριστος
(προωθήθηκε από
απεριόριστο
)
Μεταφράσεις
απεριόριστος
(
aperi'oristos
)
αρσενικό
απεριόριστη
(
aperi'oristi
)
θηλυκό
απεριόριστο
unlimited
ilimitado
onbeperkt
غير محدود
неограничен
ubegrænset
무제한
(
aperi'oristo
)
ουδέτερο
επίθετο
χωρίς όρια
illimité/-ée infini/-ie
απεριόριστη ελευθερία
une liberté illimitée
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
απελπισμένος
απελπιστική
απελπιστικό
απελπιστικός
απεμπλοκή
απέναντι
απέναντι από
απεναντίας
απενεργοποίηση
απενεργοποιώ
απένταρη
απένταρο
απένταρος
απέξω
απέραντη
απέραντο
απέραντος
απεραντοσύνη
απεργία
απεργός
άπεργος
απεργοσπάστης
απεργώ
απερίγραπτα
απερίγραπτη
απερίγραπτο
απερίγραπτος
απεριοδικός
απεριόριστα
απεριόριστη
απεριόριστο
απεριόριστος
απεριποίητη
απεριποίητο
απεριποίητος
απερίσκεπτα
απερίσκεπτη
απερίσκεπτο
απερίσκεπτος
απερισκεψία
απερίσπαστη
απερίσπαστο
απερίσπαστος
απεριτίφ
απέριττη
απέριττο
απέριττος
απεσταγμένη
απεσταγμένο
απεσταγμένος
απεσταλμένος
απευαισθητοποίηση
απευθείας
απευθύνομαι
απευθύνω
απευθυσμένο
απεχθάνομαι
απέχθεια
απεχθές
απεχθής
απέχω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close