απεσταγμένος
(προωθήθηκε από απεσταγμένη)Μεταφράσεις
απεσταγμένος
(apestaɣ'menos) αρσενικόαπεσταγμένη
(apestaɣ'meni) θηλυκόαπεσταγμένο
(apestaɣ'meno) ουδέτεροεπίθετο
καθαρό από διάφορες ουσίες απεσταγμένο νερό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.