απλησίαστος
(προωθήθηκε από απλησίαστο)Μεταφράσεις
απλησίαστος
(apli'siastos)απλησίαστη
(apli'siasti)απλησίαστο
(apli'siasto)επίθετο
1. πολύ ακριβός τιμές απλησίαστες
2. που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί εύκολα απλησίαστο όνειρο
3. που δύσκολα τον πλησιάζει ή τον βρίσκει κν απλησίαστο χωριό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.