απλοϊκός
(προωθήθηκε από απλοϊκή)Μεταφράσεις
απλοϊκός
(aploi'kos) αρσενικόαπλοϊκή
(aploi'ci) θηλυκόαπλοϊκό
facile (aploi'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. αγαθός, αφελής απλοϊκή σκέψη απλοϊκή εξήγηση απλοϊκή κοπέλα
2. πολύ απλός απλοϊκό φόρεμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.