αποβλακωμένος
(προωθήθηκε από αποβλακωμένη)Μεταφράσεις
αποβλακωμένος
(apovlako'menos) αρσενικόαποβλακωμένη
(apovlako'meni) θηλυκόαποβλακωμένο
abruti (apovlako'meno) ουδέτεροεπίθετο
αποχαυνωμένος αποβλακωμένος από τη ζέστη κοιτάζω κτ αποβλακωμένος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.