αποβουτυρωμένος
(προωθήθηκε από αποβουτυρωμένο)Μεταφράσεις
αποβουτυρωμένος
(apovutiro'menos) αρσενικόαποβουτυρωμένη
(apovutiro'meni) θηλυκόαποβουτυρωμένο
(apovutiro'meno) ουδέτεροεπίθετο
(για γάλα) χωρίς το λίπος του αποβουτυρωμένο γάλα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.