Αποθαρρυμένος - ορισμός του αποθαρρυμένος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%cf%80%ce%bf%ce%b8%ce%b1%cf%81%cf%81%cf%85%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.393.341.102
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αποθαρρυμένος
Μεταφράσεις
αποθαρρυμένος
dejected
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αποδημώ
αποδίδω
αποδιοπομπαίος τράγος
αποδιοργανώνομαι
αποδιοργανώνω
αποδιοργάνωση
αποδοκιμάζω
αποδοκιμασία
αποδοκιμαστικός
απόδοση
αποδοτικά
αποδοτική
αποδοτικό
αποδοτικός
αποδοτικότητα
αποδοχές
αποδοχή
απόδραση
αποδρώ
αποδυναμώνομαι
αποδυναμώνω
αποδυτήρια
αποδυτήριο
αποδώ
αποζημιώνω
αποζημίωση
αποζητάω
αποζητώ
απόηχος
αποθανών
αποθαρρυμένος
αποθάρρυνση
αποθαρρυντική
αποθαρρυντικό
αποθαρρυντικός
αποθαρρύνω
απόθεμα
αποθεώνω
αποθέωση
αποθηκάριος
αποθήκευση
αποθηκευτικός
αποθηκεύω
αποθήκη
αποθησαυρίζω
αποθνήσκω
αποθρασύνομαι
αποίκηση
αποικία
αποικιακός
αποικίζω
αποικιοκρατία
αποίκιση
αποικισμός
αποικοδομήτης
άποικος
αποικώ
αποκαθιστώ
αποκαλυπτiκός
αποκαλυπτική
αποκαλυπτικό
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close