Αποκλεισμένος - ορισμός του αποκλεισμένος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%cf%80%ce%bf%ce%ba%ce%bb%ce%b5%ce%b9%cf%83%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.725.004.407
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αποκλεισμένος
Μεταφράσεις
αποκλεισμένος
marooned
,
stranded
,
blocked
αποκλεισμένος
مَسْدُود
αποκλεισμένος
zablokovaný
αποκλεισμένος
spærret
αποκλεισμένος
verstopft
αποκλεισμένος
bloqueado
αποκλεισμένος
tukossa
αποκλεισμένος
bloqué
αποκλεισμένος
začepljen
αποκλεισμένος
bloccato
αποκλεισμένος
封鎖された
αποκλεισμένος
막힌
αποκλεισμένος
geblokkeerd
αποκλεισμένος
blokkert
αποκλεισμένος
blokowany
αποκλεισμένος
bloqueado
αποκλεισμένος
закупоренный
αποκλεισμένος
blockerad
αποκλεισμένος
ที่กีดขวาง
αποκλεισμένος
tıkalı
αποκλεισμένος
bị phong tỏa
αποκλεισμένος
封锁的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αποκαλυπτiκός
αποκαλυπτική
αποκαλυπτικό
αποκαλυπτικός
αποκαλυπτοκός
αποκαλύπτω
αποκαλύπω
αποκάλυψη
αποκαλώ
αποκαρβοξυλίωση
αποκαρδιωμένος
αποκαρδιωτική
αποκαρδιωτικό
αποκαρδιωτικός
αποκατάσταση
αποκάτω
αποκεί
απόκειται
απόκεντρα
απόκεντρη
απόκεντρο
απόκεντρος
αποκέντρωση
αποκεφαλίζω
αποκεφαλισμός
αποκήρυξη
αποκηρύσσω
αποκηρύυσω
αποκλείνω
αποκλείομαι
αποκλεισμένος
αποκλεισμός
αποκλειστικά
αποκλειστική
αποκλειστικό
αποκλειστικός
αποκλειστικότητα
αποκλείω
αποκληρώνω
αποκλήρωση
αποκλιμακώνω
αποκλίνουσα
αποκλίνω
αποκλίνων
απόκλιση
αποκόβω
αποκοιμάμαι
αποκοιμιέμαι
αποκοιμίζω
αποκολλημένος
αποκόλληση
αποκολλώ
αποκομίζω
αποκόμιση
απόκομμα
αποκομμένη
αποκομμένο
αποκομμένος
αποκοπή
αποκόπτω
αποκορύφωμα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close