αποκλειστικός
(προωθήθηκε από αποκλειστικό)Μεταφράσεις
αποκλειστικός
(apoklisti'kos) αρσενικόαποκλειστική
(apoklisti'ci) θηλυκόαποκλειστικό
exclusive (apoklisti'ko) ουδέτεροεπίθετο
που έχει το μονοπώλιο αποκλειστικός αντιπρόσωπος αποκλειστικά νέα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.