απολυταρχικός
(προωθήθηκε από απολυταρχική)Μεταφράσεις
απολυταρχικός
(apolitarçi'kos) αρσενικόαπολυταρχική
(apolitarçi'ci) θηλυκόαπολυταρχικό
autoritárioauthoritarian (apolytarçi'ko) ουδέτεροεπίθετο
δικτατορικός απολυταρχικό καθεστώς
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.