Αποπληκτικός - ορισμός του αποπληκτικός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%cf%80%ce%bf%cf%80%ce%bb%ce%b7%ce%ba%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.588.064.847
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αποπληκτικός
Μεταφράσεις
αποπληκτικός
apoplectique
αποπληκτικός
apoplectic
Πλοηγός λέξεων
?
▲
απομονώνομαι
απομονώνω
απομόνωση
απομονωτισμός
απόν
απονέμω
απονέρια
άπονη
άπονο
απονομή
απονομή επάθλων
άπονος
αποξενώνομαι
αποξενώνω
αποξένωση
απόξεση
αποξεστικός
αποξηραμένη
αποξηραμένο
αποξηραμένος
αποπαγωτικό
αποπαίρνω
αποπάνω
απόπειρα
αποπειρώμαι
αποπέμπω
αποπλάνηση
αποπλανώ
αποπλέω
αποπληθωρισμός
αποπληκτικός
αποπληξία
αποπληρωμή
αποπλύνω
αποπνέων
αποπνικτικός
αποπνιχτικός
αποποίηση
αποποιούμαι
αποπομπή
αποπροσανατολίζομαι
αποπροσανατολίζω
αποπροσανατολισμός
αποπυρηνικοποιημένος
αποπυρηνικοποίηση
αποπυρηνικοποιώ
άπορη
απορημένος
απόρθητος
απορία
άπορο
άπορος
απορρέω
απόρρητη
απόρρητο
απόρρητος
απορρίματα
απόρριμμα
απορρίμματα
απορριμματοφόρο
απορρίπτομαι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close