απραγματοποίητος
(προωθήθηκε από απραγματοποίητη)Μεταφράσεις
απραγματοποίητος
(apraɣmato'piitos) αρσενικόαπραγματοποίητη
(apraɣmato'piiti) θηλυκόαπραγματοποίητο
(apraɣmato'piito) ουδέτεροεπίθετο
1. ανικανοποίητος απραγματοποίητα όνειρα
2. που δεν μπορούν να γίνουν πραγματικότητα απραγματοποίητα σχέδια
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.