απροετοίμαστος
(προωθήθηκε από απροετοίμαστη)Μεταφράσεις
απροετοίμαστος
(aproe'timastos) αρσενικόαπροετοίμαστη
(aproe'timasti) θηλυκόαπροετοίμαστο
unpreparedimpreparatonieprzygotowanyuforberedt준비 (aproe'timasto) ουδέτεροεπίθετο
που δεν είναι έτοιμος Ήμουν απροετοίμαστος. Με βρίσκεις απροετοίμαστο!
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.