απροσάρμοστος
(προωθήθηκε από απροσάρμοστη)Μεταφράσεις
απροσάρμοστος
(apro'sarmostos) αρσενικόαπροσάρμοστη
(apro'sarmosti) θηλυκόαπροσάρμοστο
(apro'sarmosto) ουδέτεροεπίθετο
1. διανοητικά καθυστερημένος απροσάρμοστα παιδιά
2. που δε συμμορφώνεται απροσάρμοστος στις αλλαγές
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.