απροσδιόριστος
(προωθήθηκε από απροσδιόριστη)Μεταφράσεις
απροσδιόριστος
(apros'ðjoristos) αρσενικόαπροσδιόριστη
(apros'ðjoristi) θηλυκόαπροσδιόριστο
(apros'ðjoristo) ουδέτεροεπίθετο
ακαθόριστος έχω απροσδιόριστη ηλικία
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.