Απόρθητος - ορισμός του απόρθητος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%cf%80%cf%8c%cf%81%ce%b8%ce%b7%cf%84%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.936.779.767
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
απόρθητος
Μεταφράσεις
απόρθητος
impregnable
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αποξηραμένο
αποξηραμένος
αποπαγωτικό
αποπαίρνω
αποπάνω
απόπειρα
αποπειρώμαι
αποπέμπω
αποπλάνηση
αποπλανώ
αποπλέω
αποπληθωρισμός
αποπληκτικός
αποπληξία
αποπληρωμή
αποπλύνω
αποπνέων
αποπνικτικός
αποπνιχτικός
αποποίηση
αποποιούμαι
αποπομπή
αποπροσανατολίζομαι
αποπροσανατολίζω
αποπροσανατολισμός
αποπυρηνικοποιημένος
αποπυρηνικοποίηση
αποπυρηνικοποιώ
άπορη
απορημένος
απόρθητος
απορία
άπορο
άπορος
απορρέω
απόρρητη
απόρρητο
απόρρητος
απορρίματα
απόρριμμα
απορρίμματα
απορριμματοφόρο
απορρίπτομαι
απορρίπτω
απόρριψη
απορροία
απόρροια
απορροφάω
απορροφημένος
απορρόφηση
απορροφητήρας
απορροφητική
απορροφητικό
απορροφητικός
απορροφώ
απορρυθμίζω
απορρύθμιση
απορρυπαντικό
απορρυπαντικό σε σκόνη
απορώ
αποσαφηνίζω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close