Αρρενωπός - ορισμός του αρρενωπός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%cf%81%cf%81%ce%b5%ce%bd%cf%89%cf%80%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.593.505.127
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αρρενωπός
Μεταφράσεις
αρρενωπός
(
areno'pos
)
αρσενικό
αρρενωπή
(
areno'pi
)
θηλυκό
αρρενωπό
(
areno'po
)
ουδέτερο
επίθετο
που έχει ανδρισμό
viril/-ile
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αρνητικός
αρνί
αρνίσια
αρνίσιο
αρνίσιος
αρνούμαι
αρνούμαι ενόρκως
άρον άρον
αρόσιμος
άροτρο
Αρούμπα
αρουραίος
άρπα
αρπαγή
αρπάζομαι
αρπάζω
αρπακτική
αρπακτικό
αρπακτικός
αρπαχτή
αρπέτζο
αρραβώνας
αρραβώνες
αρραβωνιάζομαι
αρραβωνιασμένος
αρραβωνιαστικιά
αρραβωνιαστικός
αρραγής
αρρενωπή
αρρενωπό
αρρενωπός
άρρηκτα
άρρητος
άρρητος αριθμός
αρρωσταίνω
άρρωστη
αρρωστημένη
αρρωστημένο
αρρωστημένος
αρρώστια
άρρωστο
άρρωστος
αρσενική
αρσενικό
αρσενικός
άρση
άρση βαρών
αρσιβαρίστας
αρσίνη
Άρτεμις
αρτεμισία
αρτέμων
αρτηρία
αρτηριακός
αρτηριοσκλήρυνση
αρτηριοσκλήρωση
άρτια
αρτιμελής
άρτιο
άρτιον
άρτιος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close