Αρσενικό - ορισμός του αρσενικό από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%cf%81%cf%83%ce%b5%ce%bd%ce%b9%ce%ba%cf%8c
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.394.716.469
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αρσενικό
Μεταφράσεις
αρσενικό
arsen
arseeni
arsenic
arsen
ヒ素
비소
arsen
arsen
мышьяк
arsenik
砷
arsenic
ουσιαστικό
ουδέτερο
άνθρωπος ή ζώο αρσενικού γένους
mâle
αρσενικό
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αρπαγή
αρπάζομαι
αρπάζω
αρπακτική
αρπακτικό
αρπακτικός
αρπαχτή
αρπέτζο
αρραβώνας
αρραβώνες
αρραβωνιάζομαι
αρραβωνιασμένος
αρραβωνιαστικιά
αρραβωνιαστικός
αρραγής
αρρενωπή
αρρενωπό
αρρενωπός
άρρηκτα
άρρητος
άρρητος αριθμός
αρρωσταίνω
άρρωστη
αρρωστημένη
αρρωστημένο
αρρωστημένος
αρρώστια
άρρωστο
άρρωστος
αρσενική
αρσενικό
αρσενικός
άρση
άρση βαρών
αρσιβαρίστας
αρσίνη
Άρτεμις
αρτεμισία
αρτέμων
αρτηρία
αρτηριακός
αρτηριοσκλήρυνση
αρτηριοσκλήρωση
άρτια
αρτιμελής
άρτιο
άρτιον
άρτιος
αρτίστας
αρτοποιείο
αρτοποιός
αρτοπωλείο
αρτοπώλης
αρτοπώλισσα
άρτος
άρτυμα
ΑΡΥΣ
αρχάγγελος
αρχαία
Αρχαία αγγλική γλώσσα
αρχαία ελληνικά
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close