Αρτοποιείο - ορισμός του αρτοποιείο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%cf%81%cf%84%ce%bf%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%b5%ce%af%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.723.800.352
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αρτοποιείο
Μεταφράσεις
αρτοποιείο
bakery
αρτοποιείο
boulangerie
αρτοποιείο
مَخْبَز
αρτοποιείο
pekařství
αρτοποιείο
bageri
αρτοποιείο
Bäckerei
αρτοποιείο
panadería
αρτοποιείο
leipomo
αρτοποιείο
pekara
αρτοποιείο
panetteria
αρτοποιείο
パン屋
αρτοποιείο
빵집
αρτοποιείο
bakkerij
αρτοποιείο
bakeri
αρτοποιείο
piekarnia
αρτοποιείο
padaria
αρτοποιείο
пекарня
αρτοποιείο
bageri
αρτοποιείο
ร้านขายขนมปัง
αρτοποιείο
ekmekçi
αρτοποιείο
tiệm bánh mì
αρτοποιείο
面包店
Πλοηγός λέξεων
?
▲
άρρητος
άρρητος αριθμός
αρρωσταίνω
άρρωστη
αρρωστημένη
αρρωστημένο
αρρωστημένος
αρρώστια
άρρωστο
άρρωστος
αρσενική
αρσενικό
αρσενικός
άρση
άρση βαρών
αρσιβαρίστας
αρσίνη
Άρτεμις
αρτεμισία
αρτέμων
αρτηρία
αρτηριακός
αρτηριοσκλήρυνση
αρτηριοσκλήρωση
άρτια
αρτιμελής
άρτιο
άρτιον
άρτιος
αρτίστας
αρτοποιείο
αρτοποιός
αρτοπωλείο
αρτοπώλης
αρτοπώλισσα
άρτος
άρτυμα
ΑΡΥΣ
αρχάγγελος
αρχαία
Αρχαία αγγλική γλώσσα
αρχαία ελληνικά
αρχαΐζον
αρχαΐζουσα
αρχαΐζων
αρχαϊκή
αρχαϊκό
αρχαϊκός
αρχαίο
Αρχαιοζωικός αιώνας
αρχαίοι
αρχαιοκάπηλος
αρχαιολογία
αρχαιολογικά
αρχαιολογική
αρχαιολογικό
αρχαιολογικός
αρχαιολόγος
αρχαίος
αρχαιός ελληνικός
αρχαιότερο επάγγελμα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close