Αρχαία - ορισμός του αρχαία από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%cf%81%cf%87%ce%b1%ce%af%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.607.600.585
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αρχαία
Μεταφράσεις
αρχαία
ancien
(
ar'çea
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
πληθυντικός
τα μνημεία της αρχαιότητας
antiquités
θηλυκό
πληθυντικός
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
άρρωστος
αρσενική
αρσενικό
αρσενικός
άρση
άρση βαρών
αρσιβαρίστας
αρσίνη
Άρτεμις
αρτεμισία
αρτέμων
αρτηρία
αρτηριακός
αρτηριοσκλήρυνση
αρτηριοσκλήρωση
άρτια
αρτιμελής
άρτιο
άρτιον
άρτιος
αρτίστας
αρτοποιείο
αρτοποιός
αρτοπωλείο
αρτοπώλης
αρτοπώλισσα
άρτος
άρτυμα
ΑΡΥΣ
αρχάγγελος
αρχαία
Αρχαία αγγλική γλώσσα
αρχαία ελληνικά
αρχαΐζον
αρχαΐζουσα
αρχαΐζων
αρχαϊκή
αρχαϊκό
αρχαϊκός
αρχαίο
Αρχαιοζωικός αιώνας
αρχαίοι
αρχαιοκάπηλος
αρχαιολογία
αρχαιολογικά
αρχαιολογική
αρχαιολογικό
αρχαιολογικός
αρχαιολόγος
αρχαίος
αρχαιός ελληνικός
αρχαιότερο επάγγελμα
αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου
αρχαιότητα
αρχαιότητες
αρχαιόφιλος
αρχαϊσμός
αρχαϊστικός
αρχάρια
αρχάριο
αρχάριος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close