αρχαιολογικός
(προωθήθηκε από αρχαιολογική)Μεταφράσεις
αρχαιολογικός
(arçeoloʝi'kos) αρσενικόαρχαιολογική
(arçeoloʝi'ci) θηλυκόαρχαιολογικό
arĥeologia, arkeologiaarchéologiqueArchaeologicalArcheologischeArqueológicoالأثريةАрхеологически考古考古Arkæologiske고고학Arkeologiska (arçeloʝi'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με την αρχαιολογία αρχαιολογικός χώρος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.