αρχοντικός
(προωθήθηκε από αρχοντική)Μεταφράσεις
αρχοντικός
(arxondi'kos) αρσενικόαρχοντική
(arxondi'ci) θηλυκόαρχοντικό
(arxondi'ko) ουδέτεροεπίθετο
κομψός και μεγαλοπρεπής
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.