ασθενικός
(προωθήθηκε από ασθενική)Μεταφράσεις
ασθενικός
(asθeni'kos) αρσενικόασθενική
(asθeni'ci) θηλυκόασθενικό
asthéniquefeeble (asθeni'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. αδύναμος ασθενική φωνή
2. που αρρωσταίνει εύκολα ασθενικό παιδί
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.