Αστή - ορισμός του αστή από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%cf%83%cf%84%ce%ae
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.587.334.720
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αστός
(προωθήθηκε από
αστή
)
Μεταφράσεις
αστός
(
a'stos
)
αρσενικό
αστή
townsman
(
a'sti
)
θηλυκό
ουσιαστικό
που ανήκει στην αστική τάξη
bourgeois
αρσενικό
bourgeoise
θηλυκό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ασταθής
αστακός
ασταμάτητα
ασταμάτητη
ασταμάτητο
ασταμάτητος
άστατη
αστάτιο
άστατο
άστατος
άστεγη
άστεγο
άστεγος
αστεία
αστειεύομαι
αστείο
αστείος
αστέρας
άστερας
αστέρας νετρονίων
Αστέρης
αστέρι
αστερίας
Αστεριξ
αστερίσκος
αστερισμός
αστεροειδής
αστεροπεντάδα
αστεροσεισμολογία
αστεροσκοπείο
αστή
αστήρ
αστήρικτη
αστήρικτο
αστήρικτος
αστήριχτος
αστιγματικός
αστιγματισμός
αστιεύομαι
αστική
αστικό
αστικοποίηση
αστικοποιούμαι
αστικοποιώ
αστικός
αστός
αστουριανά
άστοχη
άστοχο
άστοχος
αστοχώ
αστράγαλος
αστραπές
αστραπή
αστραπιαία
αστραπιαίο
αστραπιαίος
αστράφτει
αστραφτερή
αστραφτερό
αστραφτερός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close