ασταμάτητος
(προωθήθηκε από ασταμάτητο)Μεταφράσεις
ασταμάτητος
(asta'matitos) αρσενικόασταμάτητη
(asta'matiti) θηλυκόασταμάτητο
continu, continuel, incessant, ininterrompuincessant (asta'matito) ουδέτεροεπίθετο
αδιάκοπος ασταμάτητη φλυαρία
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.