ασυγχώρητος
(προωθήθηκε από ασυγχώρητο)Μεταφράσεις
ασυγχώρητος
(asiŋ'xoritos) αρσενικόασυγχώρητη
(asiŋ'xoriti) θηλυκόασυγχώρητο
inexcusable, unforgivableimpardonnable, inexcusable (asiŋ'xorito) ουδέτεροεπίθετο
αδικαιολόγητος ασυγχώρητο λάθος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.