ασύμμετρος
(προωθήθηκε από ασύμμετρο)Μεταφράσεις
ασύμμετρος
(a'simetros) αρσενικόασύμμετρη
(a'simetri) θηλυκόασύμμετρο
asimétricoasymmetricasimmetricaasymétriqueasymmetrische不对称不對稱asymmetrisk非対称비대칭asymmetrisk (a'simetro) ουδέτεροεπίθετο
με δυσανάλογες διαστάσεις ασύμμετρα σχήματα ασύμμετρο πρόσωπο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.