ατέλειωτος
(προωθήθηκε από ατέλειωτη)Μεταφράσεις
ατέλειωτος
(a'teʎotos)ατελείωτος
(ate'liotos) αρσενικόατέλειωτη
(a'teʎoti) θηλυκόατέλειωτο
(a'teʎoto) ουδέτεροεπίθετο
1. μισοτελειωμένος ατέλειωτο κείμενο
2. που διαρκεί πολύ χρόνο ατελείωτη διαδρομή
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.