Ατμομηχανή - ορισμός του ατμομηχανή από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%cf%84%ce%bc%ce%bf%ce%bc%ce%b7%cf%87%ce%b1%ce%bd%ce%ae
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.936.723.409
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ατμομηχανή
Μεταφράσεις
ατμομηχανή
Dampfmaschine
ατμομηχανή
steam engine
ατμομηχανή
vapormaŝino
ατμομηχανή
machine à vapeur
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ατελσφόρητος
ατενίζω
ατέρμονος
άτεχνος
ατζαμής
ατζαμοσύνη
ατζέντα
ατημέλητα
ατημέλητη
ατημέλητο
ατημέλητος
άτι
ΑΤΙΑ
ατίθαση
ατίθασο
ατίθασος
ατίθασσος
άτιμη
ατιμία
άτιμο
άτιμος
ατιμώρητα
ατίμωση
ατιμωτικός
άτλαντας
ατλαντικός
Ατλαντικός Ωκεανός
Άτλας
ατμάκατος
ατμάμαξα
ατμομηχανή
ατμόπλοιο
ατμός
ατμόσφαιρα
ατμοσφαιρική
ατμοσφαιρικό
ατμοσφαιρικός
άτοκη
άτοκο
άτοκος
ατόλη
άτολμη
άτολμο
άτολμος
άτομα με αναπηρία
ατομικά
ατομική
ατομική βόμβα
ατομική έννοια
ατομικισμός
ατομικό
ατομικός
ατομικότητα
ατομισμός
άτομο
άτομο που ασκεί παραϊατρικό επάγγελμα
άτομο που ζητά άσυλο
άτομο που κάνει οτοστόπ
άτομο που κάνει στριπτίζ
άτομο που παίρνει συνέντευξη
άτομο που προσέχει παιδιά
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close