Ατού - ορισμός του ατού από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%cf%84%ce%bf%cf%8d
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.658.011.936
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ατού
Μεταφράσεις
ατού
Trump
Тръмп
Trump
טראמפ
트럼프
(
a'tu
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
πλεονέκτημα
atout
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ατόλη
άτολμη
άτολμο
άτολμος
άτομα με αναπηρία
ατομικά
ατομική
ατομική βόμβα
ατομική έννοια
ατομικισμός
ατομικό
ατομικός
ατομικότητα
ατομισμός
άτομο
άτομο που ασκεί παραϊατρικό επάγγελμα
άτομο που ζητά άσυλο
άτομο που κάνει οτοστόπ
άτομο που κάνει στριπτίζ
άτομο που παίρνει συνέντευξη
άτομο που προσέχει παιδιά
άτονη
ατονία
ατονικός
ατονικότητα
άτονο
άτονος
ατονώ
ατόπημα
αὐτός
ατού
ατόφια
ατόφιο
ατόφιος
άτρακτος
ατραξιόν
άτριο
άτριχος
ατρόμητος
ατροφία
ατροφική
ατροφικό
ατροφικός
άτρωτος
ατσαλάκωτος
ατσαλένια
ατσαλένιο
ατσαλένιος
άτσαλη
ατσάλι
ατσάλινη
ατσάλινο
ατσάλινος
άτσαλο
άτσαλος
ατσίγγανος
αττικισμός
αττικός
άτυπος
άτυχη
ατύχημα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close