ατσαλένιος
(προωθήθηκε από ατσαλένια)Μεταφράσεις
ατσαλένιος
(atsa'leɲos)ατσαλένια
(atsa'leɲa)ατσαλένιο
(atsa'leɲo) ουδέτεροατσάλινος
(a'tsalinos) αρσενικόατσάλινη
(a'tsalini) θηλυκόατσάλινο
steel (a'tsalino) ουδέτεροεπίθετο
1. από ατσάλι ατσάλινο σύρμα
2. μεταφορικά πολύ ανθεκτικός ατσαλένια νεύρα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.