αυθαίρετος
(προωθήθηκε από αυθαίρετη)Μεταφράσεις
αυθαίρετος
(a'fθeretos) αρσενικόαυθαίρετη
(a'fθereti) θηλυκόαυθαίρετο
arbitraryarbitrairearbitrariawillekeurigearbitrárioпроизволна任意任意vilkårligשרירותי임의의godtycklig (a'fθereto) ουδέτεροεπίθετο
1. που επιβάλλει αυτό που θέλει αυθαίρετη διαδικασία
2. αστήρικτος αυθαίρετο συμπέρασμα
3. παράνομο κτίσμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.