Αυθόρμητα - ορισμός του αυθόρμητα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%cf%85%ce%b8%cf%8c%cf%81%ce%bc%ce%b7%cf%84%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.590.184.157
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αυθόρμητα
Μεταφράσεις
αυθόρμητα
impulsivement
(
a'fθormita
)
επίρρημα
αβίαστα, φυσικά
spontanément avec spontanéité
απαντάω αυθόρμητα
répondre spontanément
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ατυχής
ατυχία
άτυχο
άτυχος
αύγά μπρουιγιέ
αυγή
αυγίτης
αυγό
αυγοθήκη
αυγοτάραχα
αυγουλιέρα
Αυγούστα
Αυγουστίνος
Αύγουστος
αυγχώρεση
αυθάδεια
αυθάδες
αυθάδης
αυθάδης, θράσύς, ιταμός
αυθαιρεσία
αυθαίρετη
αυθαίρετο
αυθαίρετος
αυθεντία
αυθεντική
αυθεντικο
αυθεντικό
αυθεντικοποίηση
αυθεντικός
αυθεντικότητα
αυθόρμητα
αυθόρμητη
αυθορμητισμός
αυθόρμητο
αυθόρμητος
αυθυποβολή
αυθωρεί
αυλαία
αυλάκι
αυλακώνω
αυλή
αυλητής
αυλικός
αϋλισμός
αυλόπορτα
αυλός
άυλος
αυνανίζομαι
αυνανισμός
αυξαίνω
αυξάνομαι
αυξάνω
αυξήθηκε
αύξηση
αυξητικός
αυξίνη
αυξομειώνω
αυξομείωση
άυπνη
αϋπνία
αϋπνικός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close