αυστηρός
(προωθήθηκε από αυστηρό)Μεταφράσεις
αυστηρός
(afsti'ros) αρσενικόαυστηρή
(afsti'ri) θηλυκόαυστηρό
sévère, strictstrict, austere, grim, rigid, severe, sternحازِمpřísnýstrengstrengestrictoankarastrogrigido厳しい엄격한strengstrengścisłyrigorosoстрогийsträngเข้มงวดkatınghiêm khắc严格的, 严格嚴格 (afsti'ro) ουδέτεροεπίθετο
1. αυταρχικός αυστηροί γονείς
2. πολύ συντηρητικός αυστηρό ντύσιμο
3. απαράβατος αυστηροί όροι
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.