αυτοδίδακτος
(προωθήθηκε από αυτοδίδακτη)Μεταφράσεις
αυτοδίδακτος
(afto'ðiðaktos) αρσενικόαυτοδίδακτη
(afto'ðiðakti) θηλυκόαυτοδίδακτο
autodidacteautodidactaautodidact (afto'ðiðakto) ουδέτεροεπίθετο
που έμαθε κτ μόνος του αυτοδίδακτος ζωγράφος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.