αυτοκινητιστικός
(προωθήθηκε από αυτοκινητιστικό)Μεταφράσεις
αυτοκινητιστικός
(aftocinitisti'kos) αρσενικόαυτοκινητιστική
(aftocinitisti'ci) θηλυκόαυτοκινητιστικό
Automobilautomobile汽車자동차自動車รถยนต์汽车 (aftocinitisti'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με το αυτοκίνητο αυτοκινητιστικοί αγώνες αυτοκινητιστικό δυστύχημα