Αφοπλισμένος - ορισμός του αφοπλισμένος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%cf%86%ce%bf%cf%80%ce%bb%ce%b9%cf%83%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.941.845.557
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αφοπλισμένος
Μεταφράσεις
αφοπλισμένος
unarmed
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αφθονία
άφθονο
άφθονος
αφθονώ
αφθώδης
αφθώδης πυρετός
αφιέρωμα
αφιερωμένος
αφιερώνομαι
αφιερώνω
αφιέρωση
αφικνούμαι
αφιλοκέρδεια
αφιλοκερδώς
αφιλόξενος
άφιξη
αφιόνι
αφίσα
άφλεκτη
άφλεκτο
άφλεκτος
αφλογιστία
άφνιο
άφοβα
άφοβη
άφοβο
άφοβος
αφομοιώνω
αφομοίωση
αφοπλίζω
αφοπλισμένος
αφοπλισμός
αφοπλίστε
αφοπλιστική
αφοπλιστικό
αφοπλιστικός
αφόρητα
αφόρητη
αφόρητο
αφόρητος
αφορίζω
αφορισμός
αφορμή
αφορολόγητος
αφορώ
αφοσιωμένη
αφοσιωμένο
αφοσιωμένος
αφοσιώνομαι
αφοσιώνω
αφοσίωση
αφότου
αφού
αφουγκράζομαι
άφραγγος
αφράτη
αφράτο
αφράτος
αφρίζω
αφρικάανς
Αφρικάνερ
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close