αφοπλιστικός
(προωθήθηκε από αφοπλιστικό)Μεταφράσεις
αφοπλιστικός
(afoplisti'kos) αρσενικόαφοπλιστική
(afoplisti'ci) θηλυκόαφοπλιστικό
disarming (afoplisti'ko) ουδέτεροεπίθετο μεταφορικά
που αφοπλίζει αφοπλιστικό χαμόγελο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.