αφράτος
(προωθήθηκε από αφράτο)Μεταφράσεις
αφράτος
(a'fratos) αρσενικόαφράτη
(a'frati) θηλυκόαφράτο
fluffy (a'frato) ουδέτεροεπίθετο
1. μαλακός και φρέσκος αφράτο ψωμί
2. μεταφορικά παχουλός αφράτο μωρό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.