Αχλάδι - ορισμός του αχλάδι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%cf%87%ce%bb%ce%ac%ce%b4%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.378.722.543
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αχλάδι
Μεταφράσεις
αχλάδι
peer
Birne
pear
pera
päärynä
poire
körte
buah pir
pera
peer
gruszka
pêra
pară
груша
hruška
päron
armut
груша
كُمِّثرَى
hruška
pære
kruška
西洋ナシ
배
pære
ลูกแพร์
quả lê
梨子
,
梨
אגס
梨
(
a'xlaði
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
φρούτο, ο καρπός της αχλαδιάς
poire
θηλυκό
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αφυδάτωση
άφυλος
άφυλόφιλος
αφύπνιση
αφύσικη
αφύσικο
αφύσικος
άφωνη
άφωνο
άφωνος
αχαϊκός
αχάιος
αχαλίνωτος
αχανές
αχανής
άχαρη
αχάριστη
αχαριστία
αχάριστο
αχάριστος
άχαρο
αχαροπλαστείο
άχαρος
αχάτης
αχηβάδα
αχθοφόρος
αχιβάδα
αχιλλαία
Αχιλλέας
αχινός
αχλάδι
αχλαδιά
αχλή
αχλύς
άχνα
αχνάρι
αχνή
άχνη
αχνίζω
αχνιστή
αχνιστό
αχνιστός
αχνό
αχνός
αχόρταγη
αχόρταγο
αχόρταγος
αχούρι
άχραντος
αχρείος
αχρειότητα
αχρησιμοποίητος
άχρηστα
αχρηστεύομαι
αχρηστεύω
άχρηστη
άχρηστο
άχρηστος
άχρονος
αχρωματικός
άχρωμη
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close