Αχνάρι - ορισμός του αχνάρι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%cf%87%ce%bd%ce%ac%cf%81%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.737.749.587
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αχνάρι
Μεταφράσεις
αχνάρι
(
a'xnari
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
ίχνος από πόδι
empreinte
θηλυκό
trace
θηλυκό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αφύσικο
αφύσικος
άφωνη
άφωνο
άφωνος
αχαϊκός
αχάιος
αχαλίνωτος
αχανές
αχανής
άχαρη
αχάριστη
αχαριστία
αχάριστο
αχάριστος
άχαρο
αχαροπλαστείο
άχαρος
αχάτης
αχηβάδα
αχθοφόρος
αχιβάδα
αχιλλαία
Αχιλλέας
αχινός
αχλάδι
αχλαδιά
αχλή
αχλύς
άχνα
αχνάρι
αχνή
άχνη
αχνίζω
αχνιστή
αχνιστό
αχνιστός
αχνό
αχνός
αχόρταγη
αχόρταγο
αχόρταγος
αχούρι
άχραντος
αχρείος
αχρειότητα
αχρησιμοποίητος
άχρηστα
αχρηστεύομαι
αχρηστεύω
άχρηστη
άχρηστο
άχρηστος
άχρονος
αχρωματικός
άχρωμη
άχρωμο
άχρωμος
άχτι
αχτίδα
αχτύπητη
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close