αχόρταγος
(προωθήθηκε από αχόρταγο)Μεταφράσεις
αχόρταγος
(a'xortaɣos) αρσενικόαχόρταγη
(a'xortaʝi) θηλυκόαχόρταγο
voracious (a'xortaɣo) ουδέτεροεπίθετο
1. που πεινάει συνεχώς Αυτό το παιδί είναι αχόρταγο.
2. μεταφορικά ανικανοποίητος αχόρταγο βλέμμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.