Β - ορισμός του β από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b2
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.654.179.882
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
β
Μεταφράσεις
β
b
(
v
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
άκλητο (ουσιαστικό – επίθετο)
βήτα, το δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
bêta
αρσενικό
deuxième lettre de l'alphabet grec
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αχτύπητος
αχυρένιος
άχυρο
αχυρώνας
αχώριστη
αχώριστο
αχώριστος
αψεγάδιαστος
αψέντι
άψητη
άψητο
άψητος
αψήφιστα
αψηφώ
αψίδα
αψίδωση
αψιδωτός
αψιθιά
αψίκορος
αψιμαχία
αψίνθι
αψινθιά
αψίνθιο
άψινθος
άψογη
άψογο
άψογος
άψυχη
άψυχο
άψυχος
β
Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
βeλανίδι
βαβά
βάβα
Βαβέλ
βαβίζω
βαβουίνος
βαβυλωνιακός
Βαγδάτη
βαγενάς
βάγια
βαγκονλί
βαγονέτο
βαγόνι
βαγόνι-εστιατόριο
Βάδη-Βυρτεμβέργη
βαδίζω
βάδιση
βάδισμα
βαζάκι
βαζελίνη
Βάζετε τις αποσκευές μου σε ένα ταξί, παρακαλώ;
βάζο
βάζο μαρμελάδας
βάζω
βάζω κατά μέρος
βάζω στοίχημα οτί
βάζω τα καλά μου
βαθαίνω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close