Βαθμολογία - ορισμός του βαθμολογία από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b2%ce%b1%ce%b8%ce%bc%ce%bf%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%af%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.934.387.663
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
βαθμολογία
Μεταφράσεις
βαθμολογία
등급
(
vaθmolo'ʝia
)
ουσιαστικό
θηλυκό
βαθμός αξιολόγησης
notation
θηλυκό
notes
θηλυκό
πληθυντικός
Πλοηγός λέξεων
?
▲
βαβίζω
βαβουίνος
βαβυλωνιακός
Βαγδάτη
βαγενάς
βάγια
βαγκονλί
βαγονέτο
βαγόνι
βαγόνι-εστιατόριο
Βάδη-Βυρτεμβέργη
βαδίζω
βάδιση
βάδισμα
βαζάκι
βαζελίνη
Βάζετε τις αποσκευές μου σε ένα ταξί, παρακαλώ;
βάζο
βάζο μαρμελάδας
βάζω
βάζω κατά μέρος
βάζω στοίχημα οτί
βάζω τα καλά μου
βαθαίνω
βαθιά
βαθμιαία
βαθμιαίο
βαθμιαίος
βαθμίδα
βαθμολόγηση
βαθμολογία
βαθμολογώ
βαθμός
βαθμός Κελσίου
βαθμός Φαρενάιτ
βαθμοφόρος
βαθόμετρο
βάθος
βαθούλωμα
βαθουλωμένος
βαθουλώνω
βάθρο
βαθύ
βαθύγνωμος
βαθυκύανο
βαθυμετρικός
βαθύς
βαθυστόχαστα
βαθυστόχαστος
βαθύτερος
βαθύφωνος
βακαλάος
βάκιλλος
βάκιλος
βακτηρία
βακτήρια
βακτηριαιμία
βακτηριακός
βακτηρίδια
βακτηρίδιο
βακτήριο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close